εντομόφιλος

εντομόφιλος
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τα έντομα
2. βοτ. όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η επικονίαση γίνεται με τα έντομα
τα άνθη τους έχουν συνήθως λίγους στήμονες και άφθονο νέκταρ (π.χ. τα άνθη τής φασκομηλιάς, τής βανίλιας κ.ά.)
3. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο εντομόφιλος
γένος πτηνών τής οικογένειας τών μελιφαγιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εντομόφιλος — η, ο 1. που αγαπά τα έντομα, ο φίλος των εντόμων. 2. (για ζώα), εντομοφάγος (βλ. λ.). 3. (βοτ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντομόφιλα φανερόγαμα φυτά, που η γονιμοποίησή τους γίνεται με τη μεταφορά της γύρης από τα έντομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”