- εντομόφιλος
- -η, -ο1. αυτός που αγαπά τα έντομα2. βοτ. όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η επικονίαση γίνεται με τα έντοματα άνθη τους έχουν συνήθως λίγους στήμονες και άφθονο νέκταρ (π.χ. τα άνθη τής φασκομηλιάς, τής βανίλιας κ.ά.)3. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο εντομόφιλοςγένος πτηνών τής οικογένειας τών μελιφαγιδών.
Dictionary of Greek. 2013.